Εντοπίσαμε ένα άρθρο στο ευρωπαϊκό περιοδικό cafebabel.com, που μας συστήνεται ως το πρώτο πολύγλωσσο ευρωπαϊκό περιοδικό τρέχουσας επικαιρότητας που είναι σχεδιασμένο για διασυνοριακούς αναγνώστες. Το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε την 10/07/2007, όμως δεν είναι καθόλου ξεπερασμένο, κάθε άλλο μάλιστα, σήμερα είναι πιο επίκαιρο παρά ποτέ, γιατί ερευνά το θέμα της λαθρομετανάστευσης στην Ελλάδα, παίρνοντας συνεντεύξεις από τους ίδιους τους μετανάστες αλλά και από Έλληνες μέλη σχετικών οργανώσεων.
Θα διαπιστώσετε το πόσο ταλαιπωρημένοι και αηδιασμένοι είναι οι αλλοδαποί με την κατάσταση στην χώρα μας και εύλογα θα γεννηθούν μέσα σας κάποια αναπάντητα ερωτήματα: Εάν δεν τους αρέσει εδώ, εάν πιστεύουν ότι ζουν σε μια χώρα που τους κλέβει, εάν νοιώθουν αδικημένοι και ετοιμάζονται για οργανωμένες διεκδικήσεις, εάν λυπούνται νοιώθοντας ότι παράγουν πλούτο σε μια ξένη χώρα, εάν δεν θέλουν να εργάζονται 400 μέρες τη διετία για να βγάλουν κάρτα παραμονής, εάν δεν θέλουν τα παιδιά τους όταν ενηλικιώνονται να βγάζουν κι αυτά κάρτα παραμονής, ΤΟΤΕ ΓΙΑΤΙ ΚΑΘΟΝΤΑΙ ΕΔΩ και δεν επιστρέφουν στις πατρογονικές τους εστίες ή όπου γης τους αρέσει;
Βέβαια για τα δις συναλλάγματος που οι λαθρομετανάστες στέλνουν έξω, για τις συντάξεις που «απέκτησαν» και αποστέλλονται μηνιαίως στο εξωτερικό, για τα ακίνητα και τις περιουσίες που με δόλο αρπάζουν από ηλικιωμένους που περιθάλπουν και μην αναφερθούμε στα κλοπιμαία που κάνουν γύρο στα πέρατα της οικουμένης, ΔΕΝ ΜΙΛΑ ΚΑΝΕΙΣ.
Όμως διαβάστε το άρθρο και τελικά κρατήστε τα δικά σας συμπεράσματα…
Οι λαθρομετανάστες αγνοούνται από τους Αθηναίους.
Στο σταυροδρόμι Ανατολής και Δύσης, η Αθήνα έχει γίνει το τέρμα πολλών οδών μετανάστευσης. Η αλβανική κοινότητα, η μεγαλύτερη που υπάρχει, είναι και η πιο στιγματισμένη στην Ελλάδα. Όλα απορρέουν από μια παρεξήγηση.
Στην πλατεία Ομονοίας, βρίσκουμε τον Gazmend Elezi, έναν Αλβανό που έρχεται από τα Εξάρχεια και λέει, «Πριν από δέκα χρόνια αποφάσισα να έρθω στην Ελλάδα, διασχίζοντας τα βουνά με τα πόδια, ενώ ο αδελφός μου, επέλεξε να πάει στην Ιταλία. Ήταν κοντύτερα και φθηνότερα», λέει ο τριαντάχρονος. «Δεν ήταν ανάγκη να πληρώσω κάποιον για να με περάσει λαθραία στην Ελλάδα, απλά έπρεπε να πάρω τα βουνά.»
Σήμερα διαμαρτύρεται, όπως και οι άλλοι Αλβανοί που έχουν έρθει στην πλατεία Ομονοίας, κατά της κλοπής του κράτους», το οποίο απαιτεί 150 ευρώ για την χορήγηση άδειας παραμονής, και στη συνέχεια τη παραδίδει όταν πλέον δεν ισχύει. Είναι πρόβλημα να παραμείνει χωρίς τα κατάλληλα αποδεικτικά έγγραφα. «Δεν μπορώ να πάω πίσω στην Αλβανία για να δω την οικογένειά μου, γιατί μετά δεν θα είμαι σε θέση να επιστρέψω σε ελληνικό έδαφος». Κουρασμένος ο Gazmend, έχει σταματήσει να εργάζεται πια με παράνομες συμβάσεις εργασίας, προκειμένου να εγγραφεί στο πανεπιστήμιο.
«Η εξαιρετική πολυπλοκότητα της διαδικασίας χορήγησης άδειας παραμονής και ο αργός ρυθμός της γραφειοκρατίας, αποθαρρύνει τους ανθρώπους όταν πρόκειται να βρουν λύση εξόδου από την κατάστασή τους», καταγγέλει ο Βασίλης Χρονόπουλος, μέλος του συλλόγου «Σωκράτης», ο οποίος εργάζεται για να βοηθήσει τους μετανάστες που χάνονται στον λαβύρινθο της ελληνικής δημόσιας διοίκησης.
«Ένα άλλο πρόβλημα είναι παράνομη εργασία, με μετρητά στο χέρι, η οποία είναι πολύ διαδεδομένη στην Ελλάδα, και δημιουργεί περισσότερους παράνομους μετανάστες. Οι περισσότεροι παράνομοι μετανάστες δεν μπορούν να αποδείξουν ότι έχουν δηλωθέν εισόδημα και έτσι δεν καλύπτονται από την κοινωνική ασφάλιση, ούτε τους είναι δυνατό να αποδείξουν ότι έχουν εργαστεί και ως εκ τούτου να ανανεώσουν την άδεια παραμονής τους».
600.000 Αλβανοί ζουν σήμερα στην Ελλάδα, που αποτελούν τα δύο τρίτα του συνολικού αριθμού των μεταναστών στη χώρα. Οι περισσότεροι μεταφέρθηκαν εκεί μετά την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος και μετά την κατάρρευση των πυραμίδων που λειτούργησαν στην Αλβανία τη δεκαετία του 1990.
Η Ματίλντα Kouramano, 19 ετών είναι επίσης Αλβανίδα, αλλά έχει ελληνική ιθαγένεια. Προέρχεται από το Sarandë, της «Βορείου Ηπείρου», έτσι ονομάζουν οι Έλληνες τη νότια περιοχή της Αλβανίας, η οποία κατοικείται από ελληνικές κοινότητες. Ένας ορθόδοξος σταυρός κρεμιέται γύρω από το λαιμό της, η Ματθίλδη παραδέχεται ότι δεν έχει συναντήσει τις ίδιες δυσκολίες που οι πρώην συμπατριώτες της έχουν. «Έφυγα από το 1997, κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου. Στην πόλη μου, όλοι οι νέοι θέλουν να φύγουν», μας εκμυστηρεύεται. «Χάρη στη μητέρα μου και την ελληνική καταγωγή του πατέρα του, έχω γρήγορα ενταχθεί στην τοπική κοινωνία».
Συνυπάρχουσες μεταναστεύσεις.
Στην πραγματικότητα, η μετανάστευση στην Ελλάδα είναι χωρισμένη σε δύο συνυπάρχουσες καταστάσεις. Πρώτον, υπάρχουν οι μετανάστες ελληνικής καταγωγής, που προέρχονται από την Αλβανία, τη Γεωργία, την Αρμενία, το Καζακστάν. Δεύτερον, υπάρχουν οι μη-Έλληνες μετανάστες, που προέρχονται από την Αλβανία, καθώς και τη Βουλγαρία, το Πακιστάν και τη Νιγηρία.
«Υπάρχουν θετικές διακρίσεις προς τους Έλληνες, διότι η χώρα εξακολουθεί να ευνοεί τους δεσμούς αίματος, καθιστώντας την ένταξη και τις σχέσεις μεταξύ των διαφόρων κοινοτήτων πιο δύσκολη», λέει η Άννα Τριανταφυλλίδου, ερευνήτρια για τη μετανάστευση στο ινστιτούτο ΕΛΙΑΜΕΠ.
Οι κανόνες για τους μη-Έλληνες μετανάστες εξακολουθούν να είναι πολύ αυστηροί: «τα παιδιά των μη ελληνικής καταγωγής, για παράδειγμα, πρέπει να ζητήσουν άδεια παραμονής όταν φθάσουν στα 18, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι γεννήθηκαν στην Ελλάδα», εξηγεί η Τριανταφυλλίδου. «Στη συνέχεια, το πρόβλημα είναι η ανανέωση της άδειας, δεδομένου ότι για να το πράξουν θα πρέπει να έχουν εργαστεί 400 ημέρες σε μια περίοδο δύο χρόνων».
Μια άλλη δυσκολία: η Ελλάδα, παραδοσιακά είναι μια χώρα της μετανάστευσης, δεν είναι προετοιμασμένη η ίδια για την αντιμετώπιση του πρόβλήματος της μετανάστευσης. «Το 1992, η Ελλάδα κάλεσε τους υπηκόους της που ζούσαν στο εξωτερικό να επιστρέψουν. Η κυβέρνηση γρήγορα συνειδητοποίησε ότι αυτό δεν ήταν μια καλή ιδέα, επειδή προκάλεσε μεγάλης κλίμακας μετακινήσεις πληθυσμού και ένα διαγωνισμό για το ποιος θα μπορούσε να είναι ο πιο «Έλληνας», προσθέτει η ερευνήτρια.
Η εισροή των μεταναστών παρουσιάστηκε από τα μέσα ενημέρωσης ως μια εισβολή. Αργότερα, θα αντιμετωπίζονταν ως γόνιμο έδαφος για το οργανωμένο έγκλημα, διότι ορισμένοι κρατούμενοι που απελευθερώθηκαν από τις αλβανικές φυλακές διέσχισαν τα σύνορα προς την Ελλάδα. Τέλος, το πρόσφατο σκάνδαλο γύρω από ένα βίντεο που δείχνει δύο Αλβανούς που κακομεταχειρίστηκαν από Έλληνες αξιωματικούς της αστυνομίας έφερε το αλβανικό ζήτημα ξανά στο προσκήνιο.
"Δεν μπορούμε πλέον να εργαζόμαστε έτσι".
«Δεν μπορούμε πλέον να λειτουργήσουμε σύμφωνα με τα κύματα της νομιμοποίησης των μεταναστών, όπως συνέβη το 1998, 2001, 2005," λέει η Τριανταφυλλίδου, σε μια ειλικρινή και ξεκάθαρη απάντηση για το ζήτημα της μεταναστευτικής πολιτικής. «Κάθε φορά που πρέπει να ανανεώσουν τις άδειες παραμονής τους, θα ξαναπέσουν στο ίδιο φαύλο κύκλο. Είναι καιρός να αντιδράσουμε – η μετανάστευση στην Ελλάδα συνεχίζεται εδώ και 20 χρόνια τώρα.
Ilias Bellou (Ηλίας Μπέλλου), ένας Αλβανός από το Voskopolje που επίσης έφθασε στην Ελλάδα με τα πόδια, είναι τώρα ένας δικηγόρος που εργάζεται για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των Αλβανών μεταναστών. Έχει υποβάλει υπόμνημα «για την πολιτική μετανάστευσης για τις επόμενες δύο δεκαετίες». Για αυτόν, το να κάνουν τη ζωή δύσκολη στους μετανάστες οδηγεί μόνο στην αδικία και τη φτώχεια, ενώ κάποιοι άλλοι επιδιώκουν να επωφεληθούν από αυτές τις συνθήκες.
«Η παράνομη, με μετρητά στο χέρι, εργασία συνεχίζεται, καθιστώντας πιο ανταγωνιστική την Ελλάδα, αλλά προκαλεί στο κράτος ζημιά αφού χάνει μεγάλα χρηματικά ποσά. Αλβανοί ή Βούλγαροι δεν θα εργάζονται πλέον για χαμηλούς μισθούς και διεκδικούν τα δικαιώματά τους. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι που εργάζονται, δημιουργούν πλούτο για την Ελλάδα, αλλά δεν επωφελούνται από την κοινωνική ασφάλιση. Η λύση είναι να πάρει η μετανάστευση οργανωμένη μορφή».
Η Liliana Tsourdi έχει την ίδια άποψη. Έχει ιδεώδη γύρω από τον αγώνα για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των αιτούντων άσυλο στην Ελλάδα: «Πριν από μερικά χρόνια, η Ελλάδα ήταν μία από τις χειρότερες χώρες για να ζητήσουν άσυλο. Εμείς δεν θεωρούμασταν ακόμη μια ασφαλής χώρα στα κριτήρια του πλαισίου της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες (UNHCR)», μας θυμίζει.
«Σήμερα έχουμε ένα κατάλληλο πρόγραμμα, χάρη στην προσαρμογή των ευρωπαϊκών οδηγιών. Οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι αξιωματικοί της αστυνομίας εξακολουθούν να χρειάζονται περαιτέρω κατάρτιση για να βεβαιωθούμε ότι θα χορηγηθούν αυτά τα δικαιώματα. Αλλά είμαι πεπεισμένη ότι, όπως και για το δικαίωμα ασύλου, η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να έχει μια κοινή πολιτική για το θέμα της μετανάστευσης».
Οι περισσότεροι νεοεισερχόμενοι λαθρομετανάστες έχουν εγκατασταθεί στην περιοχή της Σοφοκλέους, στην Αθήνα. Κινέζοι, Πακιστανοί, από το Μπαγκλαντές και Αφρικανοί έχουν καταλήξει στην Ελλάδα, καθ' οδόν για την Δυτική Ευρώπη και έχουν δημιουργήσει τις επιχειρήσεις τους στον δρόμο, που αντικαθίστανται τη νύχτα από τις Νιγηριανές πόρνες. «Θα θέλατε ένα τόξο; ή μια φαρέτρα; προσφέρουν και αγάλματα οι Αφρικανοί στην πλατεία Μοναστηρακίου, ακριβώς στο κέντρο της Αθήνας. Άλλοι πωλούν σαφώς πιο χρήσιμα αντικείμενα, όπως πειρατικές ταινίες.
Όμως, όπως οι Αλβανοί που εργάζονται παράνομα σε εργοτάξια ή σε αγροκτήματα, ή οι Βούλγαροι στην τουριστική βιομηχανία, οι παράνομοι μετανάστες διατηρούν την μεταστροφή στην μαύρη οικονομία (ανεπίσημη οικονομία), μια οικονομία η οποία, σύμφωνα με τη ΔΟΕ, αντιπροσωπεύει μεταξύ το 30 και 35% του ΑΕΠ στην Ελλάδα. Είναι το υψηλότερο επίπεδο στην ΕΕ, και ένα πραγματικό πρόβλημα για την Ελλάδα.