Ετυμολογία του όρου "ιθαγενής".

27/1/10
ιθαγενής: ιθύς+γένος (ιθύς=ευθύς, ο κατ' ευθείαν βαίνων + γένος -γενέσθαι / γίγνομαι

Δηλαδή, αυτός που προέρχεται απ'ευθείας από προηγούμενες γενιές. Δηλώνει τον «γηγενή» και άρα αυτόν που δεν έχει φυλετικές προσμίξεις, τον γεννημένο από νόμιμο γάμο, τον ευγενή (όπως το ομηρικό «ιθαιγενής» ). Οι γηγενείς είχαν ως καύχημα την εντοπιότητα που την προέβαλλαν απέναντι στους επήλυδες (επί + ήλυθον= έποικοι, μετανάστες) ξένους.

Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο και οι γηγενείς αποτέλεσαν σε όλες τις εποχές και σε όλους τους τόπους το κοινωνικό στρώμα των «ευγενών» που χάρη σ’ αυτή την ιδιότητα εξασφάλιζαν τα δικαιώματά τους πάνω στη γη που κατοικούσαν.

ΠΗΓΗ: HELLAS ON THE WEB