Ανοικτή επιστολή προς τους βουλευτές του ΠΑΣΟΚ για την τροποποίηση του κώδικα ελληνικής ιθαγένειας.

7/2/10
Έκκληση προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
Γεώργιος Ι. Μάτσος
Δ.Ν., Δικηγόρος


Κυρίες και κύριοι βουλευτές,
Ο Πρωθυπουργός διακήρυξε ότι πρέπει να δοθεί ελληνική ιθαγένεια σε όσους μετανάστες δεν γνωρίζουν άλλη πατρίδα εκτός από την Ελλάδα. Είναι βέβαια ορθή η πρωθυπουργική ρήση. Υλοποιείται, όμως, στο νομοσχέδιο τροποποίησης του κώδικα ελληνικής ιθαγένειας;

Οι υπό ψήφιση διατάξεις πολιτογράφησης ενηλίκων θέτουν κάποιες προϋποθέσεις εξελληνισμού, όχι όμως τη βασικότερη: την προηγούμενη απόκτηση ελληνικής συνείδησης. Η γνωσιολογική πρόσκτηση της ελληνικής γλώσσας και της ελληνικής ιστορίας, η συμμετοχή στην κοινωνική και πολιτική ζωή, δεν συνεπάγονται αυτομάτως την απόκτηση ελληνικής συνείδησης. Όσοι έχετε ζήσει στο εξωτερικό, θα μάθατε άριστα τη γλώσσα και την ιστορία των χωρών υποδοχής και θα συμμετείχατε ενεργά στην κοινωνική και πολιτική τους ζωή. Ωστόσο παραμείνατε Έλληνες, δεν μεταβάλετε εθνική συνείδηση. Τίποτε δεν διασφαλίζει στο κατατεθέν νομοσχέδιο ότι η κτήση της ιθαγένειας δεν θα γίνει καθαρά για ωφελιμιστικούς λόγους, χωρίς ο αιτών να έχει πραγματική πρόθεση εξελληνισμού.

Και αν για τους ενήλικες υπάρχει κάποια, έστω και ανεπαρκής, διαδικασία εξελληνισμού, τίποτε αντίστοιχο δεν προβλέπεται για τα τέκνα που γεννιούνται στην Ελλάδα και λαμβάνουν την ιθαγένεια μόνον με πενταετή παραμονή των γονιών τους. Το τέκνο του μη εξελληνισμένου μετανάστη έχει πολλές πιθανότητες να παραμείνει μη εξελληνισμένο, ανατρεφόμενο μέσα σε εθνολογικά και θρησκευτικά γκέτο που ήδη έχουν δημιουργηθεί ανά την Ελλάδα. Αντίστοιχα φαινόμενα παρατηρούνται και στο σύνολο των ευρωπαϊκών χωρών, παρά τα μέτρα ενσωμάτωσης και παρά την αθρόα παροχή ιθαγένειας.

Σε άλλες χώρες, η απόκτηση εθνικής συνείδησης του αιτούντος ελέγχεται αποτελεσματικώς με την προηγούμενη απεμπόληση της ιθαγένειας του κράτους καταγωγής. Στην Ελλάδα, ο σήμερα ισχύων κώδικας ιθαγένειας προβλέπει τον έλεγχο μη απτών και μη αποτυπώσιμων, νομικά, κριτηρίων από την επιτροπή πολιτογράφησης, μέσω του θεσμού του αναιτιολόγητου της απόρριψης της αίτησης πολιτογράφησης, που θέτει τον πυρήνα της απόφασης περί πολιτογράφησης εκτός του δικαστικού ελέγχου. Τούτο είναι ορθό, διότι η απόφαση για την απονομή της ιθαγένειας εμπεριέχει τη διαπίστωση της ελληνικής συνείδησης του αιτούντος. Μια τέτοια διαπίστωση δεν είναι, εξ αντικειμένου, δυνατόν, να τεθεί υπό έλεγχο βασιμότητας με κριτήρια δικονομικά. Αποτελεί απόφαση πολιτική-εθνική.

Όσο εύσχημα ακούγεται η «ένταξη της διαδικασίας πολιτογράφησης στο κράτος δικαίου», άλλο τόσο πρόκειται για κρίσιμο σφάλμα νομοθετικής στοχοθέτησης. Το κράτος δικαίου, δηλαδή, ο δικαστικός έλεγχος, απουσιάζει όχι μόνον από τον πυρήνα της πολιτογράφησης, αλλά και από πράξεις όπως η προκήρυξη εκλογών, η σύνθεση της κυβέρνησης, η κήρυξη πολέμου, η σύναψη διπλωματικών σχέσεων με άλλα κράτη και σειρά πράξεων εξωτερικής πολιτικής. Η απόφαση για το ποιος είναι ή γίνεται Έλληνας, είναι έκφανση της συλλογικής μας πολιτικής αυτο-αντίληψης έναντι της ανθρωπότητας και εκφεύγει, ως προς τον πυρήνα της, του δικαστικού ελέγχου.

Πολύ εύστοχα εκφράστηκαν τα παραπάνω με την τοποθέτηση του Συνηγόρου του Πολίτη, ενώπιον της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας, ότι «η ιθαγένεια δεν είναι δικαίωμα, αλλά μία από τις πράξεις κρατικής εξουσίας που έχει απόηχο κρατικής κυριαρχίας»

Η κυβερνητική πρόθεση για διευκόλυνση της ζωής των μεταναστών είναι ζήτημα διαφορετικό. Άλλο η συμμετοχή τους στην οικονομική και κοινωνική ζωή, καθώς και η προστασία των δικαιωμάτων τους και άλλο η απονομή ιθαγένειας και πολιτικών δικαιωμάτων. Είναι διαφορετικό να νοικιάζεις δωμάτια του οικογενειακού σπιτιού σε τρίτους, και διαφορετικό να παρέχεις ποσοστά συνιδιοκτησίας.

Η παροχή ιθαγένειας χωρίς διασφάλιση της προηγούμενης, ουσιαστικής ενσωμάτωσής τους στο λαϊκό και εθνικό κορμό της ελληνικότητας, θα πλήξει σοβαρά την εθνική και κοινωνική συνοχή. Η ιδιότητα του πολίτη δεν συνεπάγεται μόνον δικαιώματα, αλλά και υποχρεώσεις. Βασική υποχρέωση, σε καιρούς επίμονων απειλών κατά της εθνικής ακεραιότητας, αποτελεί η προάσπιση της χώρας από εξωτερικές επιβουλές, τόσο μέσα από τη στρατιωτική θητεία, όσο και μέσα από την καριέρα στις ένοπλες δυνάμεις. Μετά την κτήση της ελληνικής ιθαγένειας δεν θα μπορεί να εμποδιστεί η ένταξη ατόμων μη ελληνικής συνείδησης στις ένοπλες δυνάμεις, τα σώματα ασφαλείας ακόμη και την ΕΥΠ. Ούτε θα μπορεί να ελεγχθεί κατά πόσο είναι πράγματι διατεθειμένοι να υπερασπιστούν τα σύνορά μας έναντι κάθε εξωτερικής επιβουλής. Τίποτα δεν αποκλείει οι νέοι Έλληνες υπήκοοι να διατηρούν ακόμη και εχθρική προς τον Ελληνισμό εθνική συνείδηση.

Ο κίνδυνος αυτός γίνεται ακόμη μεγαλύτερος εάν συνυπολογιστεί ο συνεχώς αυξανόμενος αριθμός αλλοδαπών που θα πολιτογραφείται. Η υπογεννητικότητα μαστίζει τους γηγενείς Έλληνες, ενώ οι περισσότεροι μετανάστες, ιδίως οι προερχόμενοι από τριτοκοσμικές χώρες, διακρίνονται από υπεργεννητικότητα. Εκατοντάδες χιλιάδες εξακολουθούν να εισέρχονται μέχρι σήμερα στη χώρα παρανόμως. Με δεδομένο ότι ήδη προηγήθηκαν τρία κύματα νομιμοποιήσεων παρανόμως εισελθόντων μεταναστών, είναι αρκετά πιθανόν στο μέλλον να νομιμοποιηθούν και οι νεοεισελθόντες.

Προϋπόθεση της ελληνικής ιθαγένειας πρέπει να είναι να αποφασίσουν οι μετανάστες να γίνουν τμήμα του ελληνικού έθνους. Να δεθούν μαζί μας σε κοινή μοίρα, κοινό παρελθόν, κοινό μέλλον. Δεν επαρκεί για αυτό η απόφασή τους να ζήσουν, τοπικώς, στην Ελλάδα, αλλά πρέπει, παράλληλα με την πολιτισμική πρόσληψη της ελληνικότητας, να αλλάξουν και εθνική συνείδηση. Πολλοί μετανάστες είναι διατεθειμένοι να προβούν στη ριζική αυτή συνειδησιακή αλλαγή. Άλλοι όμως δεν είναι διατεθειμένοι να αφήσουν, συνειδησιακά, την παλιά τους πατρίδα χάριν μιας νέας. Οι τελευταίοι δεν μπορούν να χαρακτηριστούν «ημεδαποί» και να λάβουν την ελληνική ιθαγένεια. Παρά τις βελτιώσεις που ήδη επήλθαν, το νομοσχέδιο εξακολουθεί να επιτρέπει τη μαζική κτήση ελληνικής ιθαγένειας από αλλοδαπούς με συνειδησιακή και πολιτισμική ετερότητα σε σχέση με τον Ελληνισμό, ιδίως μέσα από την απόδοση ελληνικής ιθαγένειας σε τέκνα μεταναστών, αυτομάτως με τη γέννησή τους στην Ελλάδα, χωρίς καμία πρόβλεψη εξελληνισμού.

Το ζήτημα του αναιτιολόγητου και το ζήτημα του εξελληνισμού συναρτώνται άμεσα και με το ευαίσθητο ζήτημα της θρησκείας.

Κορμό του σύγχρονου ελληνικού έθνους αποτέλεσαν οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί. Τούτο αποτυπώθηκε ιδίως κατά την επανάσταση του 1821 («όσοι αυτόχθονες πιστεύουσιν εις Χριστόν εισίν Έλληνες») και την ανταλλαγή πληθυσμών του 1922-24. Συνειδησιακά ασπάσθηκαν επίσης την ιδιότητα του Έλληνα οι γηγενείς Ρωμαιοκαθολικοί και Εβραίοι συμπολίτες μας, καθώς και όσα μέλη της μουσουλμανικής μειονότητας αυτοπροσδιορίζονται ως ελληνικής και όχι τουρκικής εθνικής συνείδησης.

Ήδη βέβαια, η ελληνικότητα των σημερινών Ελλήνων έχει αυτονομηθεί από το θρήσκευμα, ασχέτως από τη νομική προστασία του δικαιώματος της ανεξιθρησκίας. Παρόμοια διαδικασία εθνικού αυτοπροσδιορισμού (nation-building process) υφίσταται όμως και σήμερα, κατά την κτήση της ιδιότητας του Έλληνα από νέους κατοίκους της χώρας μας. Σημαντικό τμήμα της διεργασίας εκούσιας πολιτισμικής και συνειδησιακής πρόσληψης της ελληνικότητας διέρχεται μέσα από το θρήσκευμα. Το ζήτημα αυτό τίθεται ιδίως για τους μουσουλμάνους μετανάστες, οι οποίοι λόγω της θεοκρατίας του Κορανίου, έχουν πιο φιλικά αισθήματα απέναντι στη μουσουλμανική Τουρκία, παρά απέναντι στην Ελλάδα. Πολλά μέλη της υπάρχουσας μουσουλμανικής-θρησκευτικής μειονότητας της Θράκης έχουν τουρκική και όχι ελληνική εθνική συνείδηση, παρά το ότι είναι Έλληνες πολίτες.

Το ζήτημα της επιρροής της θρησκείας στην εθνική συνείδηση δεν σχετίζεται με το δικαίωμα της ανεξιθρησκίας. Αλλοδαποί και ημεδαποί στην Ελλάδα έχουν την αυτονόητη ελευθερία να πρεσβεύουν όποιο θρήσκευμα θέλουν. Σχετίζεται όμως με την πολιτισμική και συνειδησιακή πρόσληψη της ελληνικότητας, με το κατά πόσο δηλαδή ο αλλοδαπός τρέπεται σε ημεδαπό. Για παράδειγμα, η ίδια η αρχή της ανεξιθρησκίας, βασικό στοιχείο του νομικού μας πολιτισμού, αναπτύχθηκε στις επηρεασμένες από το Χριστιανισμό («όστις θέλει οπίσω μου ελθείν») ευρωπαϊκές κοινωνίες, ενώ δεν έχει ίδιο περιεχόμενο στα νομικά συστήματα άλλων χωρών. Ιδίως το Ισλάμ περιέχει πλήθος διατάξεων καταναγκασμού (μέχρι και θανάτωση του αλλαξοπιστήσαντα), ενώ από τις λοιπές θρησκείες ανέχεται μόνον τον Ιουδαϊσμό και τον Χριστιανισμό. Περιττό να γίνει λόγος για ζητήματα όπως η ισότητα των φύλων κλπ.

Υπό το ισχύον καθεστώς πολιτογράφησης, η βάπτιση των αλλοθρήσκων αποτελεί άτυπο αλλά ουσιώδες κριτήριο για την κατάφαση της αίτησης πολιτογράφησης. Τούτο δεν αποτυπώνεται ούτε στην απόφαση κτήσης της ιθαγένειας, αλλά ούτε και στην απόρριψη της αίτησης, η οποία είναι σήμερα αναιτιολόγητη. Η κατάργηση του αναιτιολόγητου της απόρριψης θα έχει ως συνέπεια, κυρίως για λόγους πολιτικής ορθότητας, η βάπτιση να μην έχει τον ουσιώδη ρόλο που έχει σήμερα στη διαδικασία πολιτογράφησης. Παράλληλα, δεν αποκλείεται να επικρατήσει και η εσφαλμένη, νομικώς, ερμηνεία ότι η ελληνική πολιτεία δήθεν δεν δικαιούται να διαφοροποιήσει την παροχή ιθαγένειας ανάλογα με το θρήσκευμα του αιτούντος. Εσφαλμένη διότι, κατά τα προεκτεθέντα, η απονομή ιθαγένειας δεν αποτελεί δικαίωμα, αλλά πράξη που απηχεί την κρατική κυριαρχία.

Εξυπακούεται ότι την ίδια και σοβαρότερη επίπτωση ως προς την παρεμπόδιση εξελληνισμού τους θα έχει και η απόδοση ιθαγένειας στα τέκνα αλλόθρησκων μεταναστών αυτομάτως με τη γέννησή τους.

Η κατάργηση της βαπτίσεως από άτυπο κριτήριο πολιτογράφη­σης αποτελεί, επί της ουσίας τη βασικότερη αλλαγή που επέρχεται με το υπό ψήφιση νομοσχέδιο. Οι αρνητικές της συνέπειες, τόσο για τη διατήρηση του ελληνικού πολιτισμικού μοντέλου, όσο και για την εθνική ασφάλεια έναντι της Τουρκίας και, ενδεχομένως, και άλλων χωρών, καθόλου δεν έχουν γίνει αντικείμενο του σχετικού δημοσίου διαλόγου.


Κυρίες και κύριοι βουλευτές,
Το υπό ψήφιση νομοσχέδιο για την αλλαγή του κώδικα ιθαγένειας συνιστά ιστορικής σημασίας σφάλμα, τις συνέπειες του οποίου δεν έχει αντιληφθεί η κυβέρνηση, καλοπροαίρετα εμφορούμενη από ανθρωπιστικές προθέσεις έναντι των μεταναστών. Όμως, η πλήρης ένταξη στις πολιτισμικές δομές και στη συνειδησιακή συλλογικότητα του Ελληνισμού, πριν την απόκτηση της ελληνικής ιθαγένειας, εξυπηρετεί και το μακροπρόθεσμο συμφέρον των ίδιων των μεταναστών, που διαφορετικά είναι καταδικασμένοι στη γκετοποίηση.

Η προσήλωση στα συμφέροντα του λαού και του έθνους προηγείται, σε κάθε περίπτωση, έναντι του κομματικού συμφέροντος. Σας ζητώ συνεπώς να ασκήσετε την επιρροή σας προς την κυβέρνηση ώστε να αποσυρθεί το νομοσχέδιο, απειλώντας ακόμη και με τη μη ψήφισή του.

Σε διαφορετική περίπτωση, απευθύνω έκκληση προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας να μην συνυπογράψει το ιστορικής σημασίας αυτό σφάλμα και να αναπέμψει το νομοσχέδιο στη Βουλή, σε περίπτωση που ψηφιστεί, σύμφωνα με το άρθρο 42 παρ. 1 του Συντάγματος.

Θεσσαλονίκη, 7 Φεβρουαρίου 2010

ΠΗΓΗ: Αντίβαρο